Σαν σήμερα 19 Νοεμβρίου 1944 γεννήθηκε στη Λευκάδα η διάσημη Ελληνίδαμέτζο-σοπράνο Αγνή Μπάλτσα (διεθνώς γνωστή ως Agnes Baltsa)
Ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία έξι ετών και το 1958 μετακόμισε στην Αθήνα για να επικεντρωθεί στο τραγούδι. Αποφοίτησε από το Εθνικό Ωδείο το 1965 και ταξίδεψε στο Μόναχο προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές της με υποτροφία "Μαρία Κάλλας".
O Κώστας Βάρναλης (26 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Ο Γιάννης Πάριος (πραγματικό όνομα: Ιωάννης Βαρθακούρης, 8 Μαρτίου 1946, Πάρος) είναι Έλληνας τραγουδιστής. Θεωρείται ένας από τους δημοφιλέστερους ερμηνευτές των τελευταίων δεκαετιών. Εμφανίστηκε στον χώρο του τραγουδιού το 1969 και έκτοτε έχει συνεργαστεί με πολλούς τραγουδιστές και δημιουργούς.
Ο Ρόμπερτ "Μπομπ" Νέστα Μάρλεϊ (Robert Nesta "Bob" Marley, 6 Φεβρουαρίου 1945 - 11 Μαΐου 1981) ήταν Τζαμαϊκανός τραγουδιστής, συνθέτης, κιθαρίστας και ακτιβιστής. Είναι ευρέως ο πιο γνωστός ρέγκε καλλιτέχνης.
Με τραγούδια όπως τα "I Shot the Sheriff", "No Woman, No Cry", "Three Little Birds", "Exodus", "Could You Be Loved", "Jamming", "Redemption Song" και "One Love", η μεταθανάτια συλλογή του Legend (1984) πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής —περισσότερα από 12 εκατομμύρια.
Ο Λιούις Άλεν "Λου" Ριντ (Lewis Allen "Lou" Reed, 2 Μαρτίου 1942 — 27 Οκτωβρίου 2013) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, συνθέτης της ροκ μουσικής και κιθαρίστας. Ως μέλος των The Velvet Underground τη δεκαετία του 1960, ο Ριντ άνοιξε νέους δρόμους στο χώρο της ροκ προς διάφορες κατευθύνσεις.
Γεννήθηκε από οικογένεια Εβραίων στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο Φρίπορτ του Λονγκ Άιλαντ. Ο ίδιος έλεγε ότι το όνομά του είναι Λιούις Άλεν Φέρμπανκ αλλά το πραγματικό του όνομα είναι Λιούις Άλεν Ραμπίνοβιτς.
Ο Ίαν Γκίλαν (Ian Gillan) είναι Βρετανός τραγουδιστής της Ροκ μουσικής και ένας εκ των σπουδαιότερων του είδους του παγκοσμίως, διακρινόμενος ως ο βασικός τραγουδιστής των Deep Purple ενώ τραγούδησε για τους Ian Gillan Band, τους Gillan, τους Black Sabbath και τους WhoCares.
Γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου του 1945 στο Χάνσλοου του Μίντλσεξ της Μεγάλης Βρετανίας.
Η Ειρήνη (Ρένα) Κουμιώτη (3 Μαΐου 1948) είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια του νέου κύματος.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, στη Νέα Ιωνία. Οι γονείς της ήταν πρόσφυγες. Ο πατέρας της Σμυρνιός, η μάνα της Κωνσταντινοπολίτισσα. To 1968 δουλεύει στην «Απανεμιά» όπου ήρθε και ο Μανώλης Μητσιάς, που μόλις είχε κατέβει απ' τη Θεσσαλονίκη. Δεν είχε περάσει μήνας από τότε που άρχισε να δουλεύει στο μαγαζί και κάποιο βράδυ την ακούει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και της προτείνει να τραγουδήσει με τον Γιάννη Πουλόπουλο στο δίσκο «ο Δρόμος» που ετοίμαζαν μαζί με τον Μίμη Πλέσσα.
H Κάθριν Χάουτον Χέπμπορν (Katharine Houghton Hepburn, 12 Μαΐου 1907 – 29 Ιουνίου 2003) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του θεάτρου.
Ένας θρύλος της οθόνης, η Χέπμπορν, μέσα από την πολυετή καριέρα της (73 χρόνια) διατηρεί το ρεκόρ για τα περισσότερα Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, τέσσερα τον αριθμό, από δώδεκα υποψηφιότητες (η Μέριλ Στριπ κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων υποψηφιοτήτων με δεκαεννέα). Η Χέπμπορν κέρδισε βραβείο Έμμυ τo 1976 για το ρόλο της στην τηλεταινία Love Among the Ruins (Αγάπη Ανάμεσα στα Ερείπια). Ήταν επίσης υποψήφια για τέσσερα ακόμα Emmy, δύο βραβεία Τόνι και εφτά Χρυσές Σφαίρες. Το 1999 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την αξιολόγησε πρώτη στη λίστα με τις καλύτερες γυναίκες ηθοποιούς όλων των εποχών.
Η Χέπμπορν γεννήθηκε στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Ήταν Σκωτσέζικης και Αγγλικής καταγωγής.
Η Χέπμπορν μορφώθηκε στο Oxford School, σημερινό Kingswood-Oxford School, στο Δυτικό Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, πριν πάει στο Κολέγιο του Bryn Mawr. Ενώ ήταν στο κολέγιο, η Χέπμπορν αποβλήθηκε λόγω παραβίασης της απαγόρευσης εξόδου και καπνίσματος, το οποίο δεν προωθούνταν εκείνη την εποχή στις γυναίκες. Δεκαετίες αργότερα, η Χέπμπορν θα επιβεβαίωνε ότι όταν έπεφτε το σκοτάδι, συνήθιζε να κολυμπά γυμνή στο συντριβάνι του κολεγίου. Έλαβε πτυχίο Ιστορίας και Φιλοσοφίας το 1928, την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ με ένα μικρό ρόλο στο έργο Νυχτερινή Οικοδέσποινα.
Με το ιδιαίτερο στυλ της, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να καθιερωθεί στην συνείδηση του κοινού.
Κάτι που έχει κάνει τη Χέπμπορν ιδιαίτερα αγαπητή σήμερα-το συμβίβαστο, ευθύ, "αντι-χόλιγουντ" ύφος της-άρχισε να "ξινίζει" το κοινό. Ελευθερόστομη και πνευματική με μια καυστική γλώσσα, αψήφησε τα στερεότυπα της "ξανθιάς σεξοβόμβας" της εποχής, προτιμώντας να φορά ταγιέρ με παντελόνια και περιφρονώντας το μακιγιάζ. Ήταν, επίσης, γνωστό πως είχε μια ιδιότυπη σχέση με τον τύπο, απορρίπτοντας τις περισσότερες συνεντεύξεις που δε βοηθούσαν την προβολή της στο κοινό.
Στις 19 Ιουνίου 2003 η Χέπμπορν πέθανε από φυσικά αίτια στην οικογενειακή κατοικία των Χέπμπορν στην πόλη Old Saybrook του Κονέκτικατ. Ήταν 96 χρονών και θάφτηκε στο νεκροταφείο Cedar Hill στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Προς τιμήν της εκτεταμένης θεατρικής προσφοράς της, τα φώτα του Μπρόντγουεϊ χαμήλωσαν για ώρα.
Το σημερινό εξώφυλλο είναι από τη μουσική της ταινίας το «Λιοντάρι του Χειμώνα» (1968) με πρωταγωνιστές τους Κάθριν Χέπμπορν, Πίτερ Ο'Τουλ καιΤζέιν Μέροου. Η ταινία αυτή έδωσε το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου στη Χέπμπορν, χαρίζοντας την τρίτη της βράβευση, Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής για τον Τζον Μπάρι και Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Γκόλντμαν. Πρόκειται για ένα καθηλωτικό ιστορικό δράμα, όπου βγάζει στην επιφάνεια την ανθρώπινη διάσταση απλησίαστων μελών της κοινωνίας, των μελών μίας βασιλικής οικογένειας. Εστιάζει περισσότερο στις σχέσεις ανάμεσα στον βασιλιά, τους γιούς του και την αποξενωμένη σύζυγό του, δίνοντας το μήνυμα ότι τα προβλήματα, οι δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων μπορεί να εμφανιστούν ανεξάρτητα από τη θέση ή την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων. Άλλωστε από πολύ παλιά το είχε διαπιστώσει ο σοφός Αριστοτέλης και έγραψε: «Η ευτυχία δεν κρύβεται στα πλούτη, αλλά στην ηρεμία της ψυχής.»
Η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ (Barbara Joan "Barbra" Streisand, 24 Απριλίου 1942) είναι Αμερικανίδα τραγουδίστρια, ηθοποιός, συγγραφέας, παραγωγός ταινιών και σκηνοθέτης. Έχει βραβευτεί με δύο βραβεία Όσκαρ (ένα Α' Γυναικείου Ρόλου κι ένα Καλύτερου Τραγουδιού), οχτώ Βραβεία Γκράμι, πέντε Βραβεία Έμμυ, ένα ειδικό Βραβείο Τόνυ, βραβείο του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου και βραβείο Peabody και είναι μίας από τους λίγους καλλιτέχνες που έχουν κερδίσει Όσκαρ, Έμμυ, Γκράμι και Βραβείο Τόνι.
Είναι μία από τις πιο επιτυχημένες καλλιτέχνες στη μοντέρνα ιστορία της καλλιτεχνικής βιομηχανίας με πωλήσεις πάνω από 71,5 εκατομμύρια δίσκους στις Ηνωμένες Πολιτείες και 140 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως. Είναι η μεγαλύτερη σε πωλήσεις γυναίκα καλλιτέχνης στι λίστα των Μεγαλύτερων σε Πωλήσεις Καλλιτεχνών της RIAA, η μόνη γυναίκα που βρίσκεται μέσα στο top 10 και η μόνη καλλιτέχνης εκτός της σκηνής του ροκ. Μαζί με τον Φρανκ Σινάτρα, τη Σερ και τη Σίρλεϊ Τζόουνς, μοιράζεται τη διάκριση να έχει βραβευτεί με Όσκαρ υποκριτικής και να έχει φτάσει στην κορυφή του U.S. Billboard Hot 100 chart.
Σύμφωνα με την RIAA, η Στράιζαντ κατέχει το ρεκόρ για τα περισσότερους δίσκους στο τοπ 10 από όλες τις γυναίκες καλλιτέχνες - σύνολο 32 από το 1963. Συνολικά έχει 51 χρυσούς δίσκους, 30 πλατινένιους και 13 πολυπλατινένιους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πέρα από την καριέρα της στο χώρο της μουσικής, η Στράιζαντ έχει διαγράψει λαμπρή πορεία στο χώρο του κινηματογράφου. Έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση το 1968 στο μιούζικαλ Ένα Αστείο Κορίτσι (Funny Girl) σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Γουάιλερ, ενώ ήταν ήδη καταξιωμένη στο χώρο της μουσικής. Η ταινία της χάρισε Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου το οποίο μοιράστηκε με την Κάθριν Χέπμπορν επίσης νικήτρια εκείνη τη χρονιά για την ταινία Το Λιοντάρι του Χειμώνα (Lion in the Winter). Έπειτα ακολούθησε μια σειρά από επιτυχημένες ταινίες όπως: Άλο, Ντόλι! (Hello Dolly, 1969), Μια Τρελή Τρελή Καταδίωξη (What's up Doc?, 1972), Τα καλύτερά μας χρόνια (The Way We Were, 1973) (για το οποίο έλαβε την δεύτερή της υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου[) και Ένα Αστέρι Γεννιέται (A Star Is Born, 1976).
Το 1982 σκηνοθέτησε και έκανε την παραγωγή της ταινίας Yentl, ενώ το δεύτερό της σκηνοθετικό εγχείρημα, η ταινία του 1991 Ο Πρίγκηπας της Παλίρροιας (The Prince of Tides) της χάρισε μια υποψηφιότητα για την παραγωγή της ταινίας. Το 1996 σκηνοθέτησε τη ρομαντική κωμωδία Ο καθρέφτης Έχει δυο πρόσωπα (The Mirror Has Two Faces) στην οποία είχε επίσης τον πρωταγωνιστικό ρόλο που της χάρισε μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ερμηνείας σε μιούζικαλ ή κωμωδία. Πιο πρόσφατος αξιοσημείωτος κινηματογραφικός της ρόλος είναι εκείνος της Ροζ Φόκερ στην κωμωδία Πεθερικά της Συμφοράς (Meet the Fockers, 2004) (σίκουελ της ταινίας του 2000 Γαμπρός της Συμφοράς (Meet the Parents) ) και στο σίκουελ Γονείς της Συμφοράς (Little Fockers, 2010).
Για το σημερινό εξώφυλλο είχαμε πολλές επιλογές, καθώς η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ έχει κυκλοφορήσει πολλούς δίσκους και έγιναν μάλιστα χρυσοί και πλατινένιοι. Διαλέξαμε το συγκεκριμένο εξώφυλλο από το 12ο άλμπουμ “Stoney End”, που κυκλοφόρησε το 1971, για την ταξιδιάρικη αύρα που εκπέμπει και γιατί αποτέλεσε μια συνειδητή αλλαγή κατεύθυνσης για την Στρέιζαντ σε έναν πιο αισιόδοξο σύγχρονο ποπ/ροκ ήχο με παραγωγό τον Ρίτσαρντ Πέρι. Επιλέγουμε λοιπόν συνειδητά στροφή προς αισιόδοξες κατευθύνσεις!
Σήμερα θα παρουσιάσουμε ένα χθεσινό γεγονός, ανατρεπτικά εντελώς στην συνήθεια μας να αναφερόμαστε σε καλλιτέχνες που έχουν γενέθλια την ίδια ημέρα.
Ο λόγος για τον Σερ Ντάνιελ Μάικλ Μπλέηκ Ντέι Λούις (Sir Daniel Michael Blake Day-Lewis, 29 Απριλίου 1957). Πολυβραβευμένος Βρετανός ηθοποιός με διπλή υπηκοότητα (βρετανική και ιρλανδική). Μετά τις σπουδές του στη θεατρική σχολή Bristol Old Vic, ο Ντέι Λιούις έπαιξε σε πολλά θεατρικά έργα και ταινίες, κερδίζοντας τρία Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, τέσσερα Βραβεία BAFTA, και δύο Χρυσές Σφαίρες. Είναι γνωστός ως ένας από τους πιο επιλεκτικούς ηθοποιούς της κινηματογραφικής βιομηχανίας, καθώς έχει πρωταγωνιστήσει μόνο σε τέσσερις ταινίες την τελευταία δεκαετία Θεωρείται ένας από τους πιo ταλαντούχους ηθοποιούς όλων των εποχών και κατά πολλούς ως ο καλύτερος εν ζωή ηθοποιός.
Ο Ντεί Λιούις γεννήθηκε στο Λονδίνο. Ο πατέρας του μετά από προβλήματα υγείας, πέθανε όταν ο Ντάνιελ ήταν 15 ετών.
Το 1968, οι γονείς του Ντέι Λιούις λόγω της απείθαρχης συμπεριφοράς του, τον έστειλαν εσώκλειστο στο ιδιωτικό σχολείο του "Sevenoaks", στο Κεντ. Αν και δεν του άρεσε το σχολείο, εκεί ήρθε σε επαφή με τα δυο βασικά του ενδιαφέροντα την ξυλουργική και την ηθοποιία. Η πρώτη του εμφάνιση σε ταινία έγινε σε ηλικία 14 ετών στην ταινία "Καταραμένη Κυριακή" (Sunday Bloody Sunday, 1971) στην οποία έπαιζε έναν βάνδαλο, ως κομπάρσος. Περιέγραψε αυτή την εμπειρία ως «παράδεισο», καθώς πληρωνόταν (με 2 λίρες) για να σπάει ακριβά αυτοκίνητα. Μετά από δυο χρόνια στο Σεβενόουκς, ο Ντάνιελ μεταγράφηκε στο επίσης ιδιωτικό σχολείο "Bedales" στην κομητεία του Χαμσάιρ .
Μετά την αποφοίτησή του το 1975, έπρεπε να επιλέξει επαγγελματική κατεύθυνση. Αν και είχε διακριθεί στο "Εθνικό Θέατρο Νέων" (National Youth Theatre), αποφάσισε να γίνει μαραγκός, επιχειρώντας να γραφτεί σε μια σχολή. Ωστόσο, λόγω έλλειψης εμπειρίας, δεν έγινε δεκτός. Τότε έκανε αίτηση και έγινε δεκτός στη θεατρική σχολή "Bristol Old Vic", όπου φοίτησε για τρία χρόνια, και στη συνέχεια έπαιξε στην ίδια σχολή.
Το 1985 στην ταινία "Ωραίο μου πλυντήριο" (My Beautiful Laundrette, 1985) του Στίβεν Φρίαρς. Κέρδισε την προσοχή του κοινού όταν η ταινία κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με το "Δωμάτιο με Θέα" (Room with a View, 1986), καθώς έπαιζε δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες.
Το 1987, ο Ντέι Λιούις ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν "Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι" (The Unbearable Lightness of Being 1988) (βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα), με συμπρωταγωνίστριες τη Λένα Ολίν και τη Ζυλιέτ Μπινός. Στη διάρκεια των γυρισμάτων που κράτησαν οκτώ μήνες έμαθε τσέχικα και αρνήθηκε για πρώτη φορά να αποδυθεί το ρόλο του στα διαλείμματα των γυρισμάτων.
Ο Ντέι Λιούις εφάρμοσε πλήρως τη προσωπική του μέθοδο υποκριτικής το 1989 στην ταινία του Τζιμ Σέρινταν "Το αριστερό μου πόδι" (My Left Foot) που κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου.
Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις επέστρεψε στη σκηνή για να συνεργαστεί με τον Ρίτσαρντ Έιρ, παίζοντας τον Άμλετ στο Royal National Theatre του Λονδίνου, αλλά κατέρρευσε στη μέση μιας σκηνής όπου το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ πρωτοεμφανίζεται στο γιό του. Άρχισε να κλαίει ανεξέλεγκτα και αρνήθηκε να επιστρέψει στη σκηνή, οπότε ο αντικαταστάτης του αναγκάστηκε να ολοκληρώσει το έργο. Διαδόθηκε η φήμη ότι ο Ντέι Λιούις είχε δει το φάντασμα του πατέρα του, αν και επίσημα το περιστατικό αποδόθηκε σε υπερκόπωση. Σε βρετανική τηλεοπτική εκπομπή στο ITV ο ίδιος επιβεβαίωσε τη φήμη. Δεν εμφανίστηκε ξανά στη σκηνή έκτοτε.
Το 1992, τρία χρόνια μετά το Όσκαρ, πρωταγωνίστησε στην ταινία "Ο τελευταίος των Μοϊκανών" (The Last of the Mohicans). Συνεργάστηκε και πάλι με τον Τζιμ Σέρινταν στην ταινία "Εις το Όνομα του Πατρός" (In the Name of the Father. 1993). Έχασε πολλά κιλά για το ρόλο, διατήρησε τη Βορειοϊρλανδική του προφορά σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, και πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ένα κελί. Επίσης επέβαλε στο προσωπικό της ταινίας να του πετάει κρύο νερό και να τον βρίζει.
Το 1996, πρωταγωνίστησε δίπλα Γουϊνόνα Ράιντερ στην ταινία "Οι μάγισσες του Σάλεμ" (The Crucible) βασισμένη ομώνυμο στο θεατρικό έργο Άρθουρ Μίλλερ. Ακολούθησε η ταινία του Τζιμ Σέρινταν και πάλι, "Ο μποξέρ" (The Boxer, 1997), μετά την οποία ο Ντέι Λιούις ημι-αποσύρθηκε από την υποκριτική και επέστρεψε στην παλιά του αγάπη, την ξυλουργική. Μετακόμισε στη Φλωρεντία, στην Ιταλία, όπου γοητεύτηκε από την τέχνη των τσαγκάρηδων.
Πέντε χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, ο Ντέι Λιούις επέστρεψε με τις "Συμμορίες της Νέας Υόρκης" (Gangs of New York, 2002), μια ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε (με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην ταινία "Τα χρόνια της αθωότητας" (The Age of Innocence, 1993)). Μετά τις "Συμμορίες της Νέας Υόρκης", η σύζυγός του, σκηνοθέτιδα Ρεμπέκα Μίλλερ (κόρη του θεατρικού συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ), του έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία "Μπαλάντα για δύο: Τζακ και Ρόουζ" (The Ballad of Jack and Rose, 2005).
Το 2007, ο Ντέι Λιούις εμφανίστηκε στην ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον "Θα χυθεί αίμα" (There Will Be Blood). Κέρδισε το βραβείο BAFTA, Χρυσή Σφαίρα και Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου (2008) για το ρόλο του στην ταινία.
Το 2012, ο ηθοποιός υποδύθηκε τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αβραάμ Λίνκολν, στην ταινία "Λίνκολν" (Lincoln) του Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπου εμφανίστηκε στο πλευρό του Τόμι Λι Τζόουνς και της Σάλι Φιλντ σε μια ερμηνεία που του χάρισε για άλλη μια φορά την εύνοια των κριτικών καθώς και το τρίτο του Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας σε Δράμα, Βραβείο BAFTA και Βραβείο SAG. Με την τρίτη του νίκη στα Όσκαρ έγινε ο μοναδικός άνδρας ηθοποιός με τρία Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου.
Το 2017 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση.
Στο σημερινό αφιέρωμα διαλέξαμε το εξώφυλλο του soundtrack της ταινίας «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», για τη μουσική και τη φωτογραφία της δραματικής, επικής αυτής ταινίας που είναι καθηλωτική. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο του Ντάνιελ Ντε Λούις είναι πολύ εκφραστική και αντιπροσωπευτική του ρόλου του στην ταινία και των μαχών που εμπλεκόταν. Μας αρέσουν πολύ τα έντονα χρώματα τόσο του εξώφυλλου, όσο και του βινυλίου, που ταιριάζουν στην ένταση της ταινίας. Στο εξώφυλλο επίσης εμφανίζεται και το ερωτευμένο ζευγάρι των πρωταγωνιστών. Μέσα σε όλο το δράμα και την περιπέτεια που διαδραματίζεται στην ταινία, προκύπτει λοιπόν ένας έρωτας μεταξύ των πρωταγωνιστών, που προέρχονται από τελείως διαφορετικούς κόσμους. Είναι γνωστό όμως ότι ο έρωτας δεν προκύπτει την κατάλληλη στιγμή, με τις κατάλληλες συνθήκες, με τους κατάλληλους ανθρώπους, αλλά προκύπτει έτσι ξαφνικά!