O Έντουαρντ Κένεντι Έλινγκτον (Edward Kennedy "Duke" Ellington, 29 Απριλίου 1899 - 24 Μαΐου 1974), γνωστός περισσότερο ως Ντιουκ Έλινγκτον, ήταν Αμερικανός συνθέτης, ενορχηστρωτής και πιανίστας της τζαζ μουσικής. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τζαζ στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Ο Έλινγκτον γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον. O πατέρας του εργαζόταν ως σερβιτόρος στον Λευκό Οίκο. Οι γονείς του, αν και δεν ήταν επαγγελματίες μουσικοί, είχαν κατάρτιση στο πιάνο και από την ηλικία των επτά ετών, άρχισε μαθήματα και ο ίδιος, παρά το γεγονός πως δεν πίστευε ότι διέθετε ιδιαίτερη κλίση. Αργότερα, όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών άρχισε να παρακολουθεί κρυφά συναυλίες, απέκτησε μεγαλύτερο σεβασμό στη μουσική και αντιμετώπισε τα μαθήματα πιάνου με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εγκατέλειψε το σχολείο τρεις μήνες πριν την αποφοίτησή του, το 1917, με στόχο να ακολουθήσει επαγγελματική σταδιοδρομία στη μουσική και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να εργάζεται ως πιανίστας σε μαγαζιά της Ουάσινγκτον.
Στα τέλη του 1917, σχημάτισε το πρώτο του μουσικό συγκρότημα, The Duke's Serenaders, με το οποίο πραγματοποίησε εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα και ως μουσική συνοδεία σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Το Σεπτέμβριο του 1923, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, μαζί με το πενταμελές συγκρότημα The Washingtonians που είχε νωρίτερα σχηματίσει. Το συγκρότημα πραγματοποίησε εμφανίσεις σε διάφορα μουσικά κέντρα, πριν αποτελέσει την μόνιμη ορχήστρα του γνωστού Cotton Club, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του Έλινγκτον. Παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα περίπου τριών ετών, περίοδο κατά την οποία η μεγάλη ορχήστρα του, εξελίχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες της εποχής, με συμμετοχή σε αυτή αρκετών σημαντικών μουσικών, ενώ ο ίδιος ο Έλινγκτον διακρίθηκε για την ικανότητά του στη σύνθεση.
Το καλοκαίρι του 1933, περιόδευσε με την ορχήστρα του, για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Πραγματοποίησε συναυλίες, αρχικά στη Βρετανία και αργότερα στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Η υποδοχή του στην Αγγλία υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, λαμβάνοντας επίσης σημαντική κάλυψη από τον τύπο της εποχής. Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέχισε να πραγματοποιεί ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις, στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Λος Άντζελες.
Οι αρχές της δεκαετίας του 1940, θεωρούνται ως η περίοδος της δημιουργικής ακμής του Έλινγκτον, κυρίως διότι συνοδεύτηκαν από ορισμένες εκ των καλύτερων μουσικών συνθέσεών του. Σε αυτό συνέβαλαν και σημαντικοί νέοι μουσικοί που πλαισίωσαν την ορχήστρα του, όπως ο Τζίμι Μπλάντον (κοντραμπάσο), ο Μπεν Γουέμπστερ (τενόρο σαξόφωνο) ή ο Ρεξ Στιούαρτ (κόρνο), καθώς και η συνεργασία του με τον συνθέτη, πιανίστα και ενορχηστρωτή Μπίλλυ Στρέιχορν. Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, η εμπορική απήχηση του Έλινγκτον γνώρισε κάμψη, γεγονός που συνδυάστηκε με το τέλος της εποχής του σουίνγκ και τη γενικότερη στροφή σε άλλα είδη, όπως το μπίμποπ. Παρόλα αυτά, ο Έλινγκτον κατάφερε να συντηρήσει την ορχήστρα του, με την οποία συνέχισε να περιοδεύει.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Έλινγκτον παρέμεινε μουσικά ενεργός. Το 1962, ξεχώρισαν οι συνεργασίες του με τον Τζον Κολτρέιν, τον Τσαρλς Μίνγκους καθώς και με τον Κόλμαν Χόκινς, με τους οποίους συμμετείχε σε ηχογραφήσεις. Το 1963 περιόδευσε στην Μέση Ανατολή, τον επόμενο χρόνο στην Ιαπωνία, ενώ το 1968 και το 1971 έδωσε συναυλίες στη Λατινική Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση αντίστοιχα. Στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, σημαντική εξέλιξη στο μουσικό του ύφος, αποτέλεσε η προσπάθειά του να ενσωματώσει στοιχεία της θρησκευτικής λειτουργίας στη τζαζ. Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος, πραγματοποίησε τρεις συναυλίες (Sacred Concerts), που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, με συνοδεία χορωδίας και χορευτών. Αν και το ύστερο έργο του Έλινγκτον επισκιάζεται συχνά από τη μουσική που παρήγαγε σε παλαιότερες περιόδους, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1940, ορισμένοι κριτικοί έχουν τονίσει την αξία του.
Το 1969, του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, μία από τις ανώτερες τιμές προς πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, για τη συνολική συνεισφορά του στη μουσική. Το 1973, τιμήθηκε επιπλέον με τη Λεγεώνα της Τιμής, από τη Γαλλική Δημοκρατία. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του. Πέθανε από καρκίνο, στις 24 Μαΐου του 1974.
Την ίδια μέρα 36 χρόνια νωρίτερα γεννιέται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο Κωνσταντίνος Καβάφης (29 Απριλίου 1863, 29 Απριλίου 1933) ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής.
η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.
Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Κρυμμένα, δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή, σε 100-200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά.
Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε.
Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των (154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Δύο ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948.
Ο ποιητής επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.
Όταν συναντιέται ο Κωνσταντίνος Καβάφης με τον μεγάλο ηθοποιό Σον Κόνερι και τον μεγάλο συνθέτη μας Βαγγέλη Παπαθανασίου, για την απαγγελία του καταπληκτικού ποιήματος «Ιθάκη», δημιουργείται μια μοναδική καλλιτεχνική στιγμή. Μια δημιουργία που μας συνεπαίρνει με τους μοναδικούς στίχους του ποιήματος,
¨...Πάντα στον νου σου να `χεις την Ιθάκη.
Το φτάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη…»,
την αιθέρια μουσική συνοδεία και την μοναδικά εκφραστική απαγγελία με την υπέροχη φωνή του αγαπημένου μας ηθοποιού. Ήταν αναμενόμενο να επιλέξουμε αυτό το εξώφυλλο που περιέχει τη μοναδική συνάντηση των ταλαντούχων και αγαπημένων μας καλλιτεχνών. Αφιερωμένο σε όλους μας που ταξιδεύουμε προς την Ιθάκη μας και ιδιαίτερα στον Οδυσσέα...
Ο Γιάννης Πάριος (πραγματικό όνομα: Ιωάννης Βαρθακούρης, 8 Μαρτίου 1946, Πάρος) είναι Έλληνας τραγουδιστής. Θεωρείται ένας από τους δημοφιλέστερους ερμηνευτές των τελευταίων δεκαετιών. Εμφανίστηκε στον χώρο του τραγουδιού το 1969 και έκτοτε έχει συνεργαστεί με πολλούς τραγουδιστές και δημιουργούς.
O Τζίμι Χέντριξ (James Marshall "Jimi" Hendrix, 27 Νοεμβρίου 1942 – 18 Σεπτεμβρίου 1970), γεννημένος ως Τζόνι Άλεν Χέντριξ, ήταν Αμερικανόςκιθαρίστας, τραγουδιστής και τραγουδοποιός.
Ακολουθούν οι εργασίες των μαθητών του 2ου Γυμνασίου Ευόσμου για το 15ο Μαθητικό Συνέδριο Πληροφορικής Κεντρικής Μακεδονίας. Μπορείτε να δείτε την εργασία, την τεκμηρίωση, την παρουσίαση και την αφίσα για την κάθε εργασία πατώντας τον κατάλληλο σύνδεσμο.
Η Βίκυ Μοσχολιού (17 Μαΐου 1943 – 16 Αυγούστου 2005) ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια.
Γεννήθηκε στο Μεταξουργείο (Αθήνα). Ξεκίνησε την καριέρα της το 1962 . Καθιερώθηκε το 1964 τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι» του Σταύρου Ξαρχάκου στην κινηματογραφική παραγωγή «Λόλα».
Τον επόμενο χρόνο το τραγούδι της "Ένα αστέρι πέφτει - πέφτει" έγινε μεγάλη επιτυχία συνεχίζοντας σε συνεργασίες, μεταξύ άλλων, με το Γιώργο Ζαμπέτα, το Γιώργο Κατσαρό, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, το Δήμο Μούτση, τον Βασίλη Τσιτσάνη, το Μίμη Πλέσσα, το Γιάννη Σπανό, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Τάκη Μουσαφίρη,τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Σπύρο Παπαβασιλείου, το Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Ζώρζ Μουστακί, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Σταμάτη Κραουνάκη αλλά και με στιχουργούς όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Νίκος Γκάτσος, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης.
Στα τραγούδια της που έγιναν επιτυχίες συγκαταλέγονται τα: «Πάει, πάει», «Αλήτη», «Έτσι είν'η ζωή», « Τα Ξημερώματα», « Δεν ξέρω πόσο σ'αγαπώ» , «Θα κλείσω τα μάτια», « Δεν κλαίω για τώρα», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι». Δύο επιτυχίες της ονοματοδότησαν νυκτερινά κέντρα της Αθήνας, τα «Δειλινά» και τα «Ξημερώματα».
Η φωνή της Μοσχολιού αποτελούσε και αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες γυναικείες ελληνικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Χαρακτηρίστηκε ως μια φωνή "δωρική", δηλαδή μια φωνή βαθιά ελληνική, "ντόμπρα", με μεγάλες φυσικές ικανότητες. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος για τον οποίο πολλοί την χαρακτήρισαν ως "ο θηλυκός Μπιθικώτσης". Όμως, όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, η Μοσχολιού επιβλήθηκε καλλιτεχνικά λόγω της ατέρμονης μοναδικότητας των ερμηνειών της, μια μοναδικότητα που έκανε συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης να χαρακτηρίσουν την φωνή της "ογκόλιθο". Υπηρέτησε πιστά τον λαϊκό και έντεχνο χώρο, τραγουδώντας ταυτόχρονα κομμάτια διαφορετικής αισθητικής, αποδεικνύοντας πως ήταν καλλιτέχνιδα ολικού περιεχομένου.
Πιο συγκεκριμένα η Μοσχολιού ως τύπος τραγουδίστριας ήταν alto-mezzo, δηλαδή η βαρύτερη γυναικεία φωνή, σαφέστατα στην λαϊκή εκδοχή της. Κατείχε μεγάλη έκταση φωνής, βαριά ηχητικότητα και φυσικά μια μελαγχολική βραχνή χροιά η οποία αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της, καθώς είναι αδύνατο για τους ακροατές να μην καταλάβουν ποια τραγουδάει από την πρώτη κιόλας λέξη. Στις ικανότητες της φωνής της συγκαταλέγονται επίσης το ισχυρό "συρτό" vibrato της, που δραματοποιούσε τις ερμηνείες της κι οδηγούσε σε μια μοναδική επιβολή της φωνητικής δύναμης, τα εκπληκτικά της γυρίσματα, τα οποία της έδιναν την ικανότητα να ερμηνεύει με ευκολία δημοτικά τραγούδια ή τραγούδια με jazz-blues επιρροές. Βασικότερο στοιχείο όλων αναμφισβήτητα στο φυσικό μουσικό της όργανο ήταν η ασυνήθιστη δύναμη και ο ενστικτώδης συναισθηματισμός. Η δύναμη της φωνής της Μοσχολιού ήταν αξεπέραστη και σε συνδυασμό με την μπάσα φωνή της, η ερμηνεύτρια μπορούσε ξεκάθαρα να ακούγεται ισχυρότερα από ότι μια soprano σε έναν χώρο.
Χαρακτηριστικό αυτού του φωνητικού χαρακτηριστικού της, είναι η ερμηνεία της στο τραγούδι "Αλήτης", στον οποίο η Μοσχολιού, όποτε το τραγουδούσε ζωντανά, κατέβαζε το μικρόφωνο, χαμήλωνε την ορχήστρα και γέμιζε τον χώρο με την επιβλητική φωνή της. Ο συναισθηματισμός ήταν η δεύτερη μεγάλη κινητήρια δύναμη του οργάνου της. Με την ξεκάθαρη άρθρωση των λέξεων, συμφώνων και φωνηέντων μαζί, η ερμηνεύτρια κατάφερνε να δραματοποιεί και να αγγίζει ψυχικά, γνωρίζοντας και μη το τι εξιστορεί-ερμηνεύει. Αυτό ήταν και είναι βασικό γνώρισμα του ερμηνευτικού-υποκριτικού ταλέντου της.
Η πληρότητα της σπουδαιότητας της φωνής της σημαδεύονταν από την πρωτοφανή ερμηνεία της. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης την χαρακτήρισε ως "Κοτοπούλη του ελληνικού τραγουδιού", διακρίνοντας έτσι την βαθιά θεατρικότητα και υποκριτική ευελιξία την οποία κατείχε η τραγουδίστρια. Ήταν μια πραγματική ερμηνεύτρια, γεμάτη κύρος επί σκηνής, πολύ παραπάνω από τραγουδίστρια, μια φωνή που επανέφερε την αίσθηση του αρχαιοελληνικού δράματος μέσω της έκφρασης του καημού και της χαράς των Ελλήνων του σήμερα.
;
Την ίδια μέρα, 18 χρόνια αργότερα στην Ιρλανδία γεννιέται η Ένια ή Enya (Eithne Pádraigín Ní Bhraonáin, 17 Μαΐου 1961) τραγουδίστρια, συνθέτης και στιχουργός.
Γεννήθηκε στο Gaoth Dobhair της κομητείας Ντόνεγκαλ. Ξεκίνησε τη μουσική σταδιοδρομία της το 1980, με το συγκρότημα κέλτικης φολκ μουσικής Clannad, πριν αποχωρήσει για να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Διεθνή επιτυχία γνώρισε με το άλμπουμ Watermark που κυκλοφόρησε το 1988 και από το οποίο ξεχώρισε το τραγούδι Orinoco Flow. Έκτοτε η μουσική της καριέρα απογειώθηκε, κατορθώνοντας συνολικές πωλήσεις 80 εκατομμυρίων αντιτύπων παγκοσμίως.
Τα κομμάτια May it be και Aniron αποτέλεσαν soundtrack της πολυβραβευμένης κινηματογραφικής υπερπαραγωγής Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών και το πρώτο της χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης μουσικής σε ταινία αλλά και μια υποφιότητα στις Χρυσές Σφαίρες.
Το 2001 κέρδισε το βραβείο της πιο εμπορικής τραγουδίστριας στα World Music Awards λόγω της παγκόσμιας επιτυχίας του δίσκου της A Day Without Rain, που περιείχε τη διεθνή επιτυχία Only time. Συνολικά, έχει βραβευτεί με 7 World Music Awards, 4 Βραβεία Γκράμι, 4 Βραβεία BRIT και 1 βραβείο Ivon Novello.
Έγινε γνωστή για τον ξεχωριστό ήχο της, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τη στρωματοποίηση των φωνών, τις φολκ μελωδίες και τις αιθέριες αντηχήσεις. Εξαιτίας της ανάμειξης στοιχείων new age, εκκλησιαστικής, φολκ, κέλτικης και κλασσικής μουσικής με τον ήχο του συνθεσάιζερ, η μουσική της θεωρήθηκε πρωτοποριακή. Έχει τραγουδήσει σε 10 γλώσσες και θεωρείται η πιο επιτυχημένη solo καλλιτέχνης της Ιρλανδίας και δεύτερη στο γενικό κατάλογο, πίσω από το συγκρότημα των U2.
Το σημερινό εξώφυλλο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα εξώφυλλου που είναι έργο τέχνης. Η Enya ξεχωρίζει τόσο για τον ξεχωριστό ήχο της, όσο και για την υψηλή αισθητική των βίντεοκλιπ και των εξώφυλλων των δίσκων της. Από τα πολλά ωραία εξώφυλλά της διαλέξαμε το “The Very Best Of Enya”. Η Enya φαίνεται σαν ένα ανθισμένο λουλούδι, μέσα στο κόκκινο φόρεμά της. Πολύ ευρηματικό να πλαισιώσει τα καλύτερα τραγούδια της «ανθισμένη» ή αλλιώς στην καλύτερη εκδοχή της!
Η Ντέμπι Χάρι (Deborah Ann Harry, 1 Ιουλίου 1945) είναι Αμερικανίδα τραγουδίστρια, τραγουδοποιός και ηθοποιός, γνωστή ως η βασική τραγουδίστρια του συγκροτήματος Blondie. Οι ηχογραφήσεις της με το συγκρότημα έφτασαν στο Νο 1 των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου σε πολλές περιπτώσεις από το 1978 έως το 1981. Θεωρείται ως η πρώτη ράπερ που έφτασε στο Νο 1 των Η.Π.Α. λόγω της δουλειάς της στο τραγούδι Rapture. Η Χάρι γνώρισε επιτυχία (κυρίως στην Ευρώπη) και ως σόλο καλλιτέχνης πριν σχηματίσει και πάλι τους Blondie στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ο Ορέστης Μακρής (Χαλκίδα, 30 Σεπτεμβρίου 1898 - Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1975) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και τενόρος της οπερέτας.
Τελείωσε το Ωδείο Αθηνών και εμφανίσθηκε στη σκηνή πρώτα ως τενόρος στο θίασο Ροζαλίας Νίκα το 1925, κατόπιν στον θίασο Παπαϊωάννου και αργότερα μεταπήδησε στο είδος των κωμικών ρόλων. Ως ηθοποιός διέπρεψε σε απόδοση λαϊκών τύπων. Ανεπανάληπτη ήταν η απόδοσή του στο τύπο του «μεθύστακα», που αποτέλεσε σταθμό στο ελληνικό θέατρο. Τον τύπο αυτόν μετέφερε αργότερα και στον κινηματογράφο με ομώνυμο τίτλο.
Ο Δημήτρης Χορν (Δημήτριος-Ελευθέριος Χορν, 9 Μαρτίου 1921 – 16 Ιανουαρίου 1998) ήταν Έλληνας ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Γονείς του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας και στρατιωτικός Παντελής Χορν και η Ευτέρπη Αποστολίδη. Η οικογένεια του Παντελή Χορν είχε τρία παιδιά, τον Γιάννη, τη Νανά που πέθανε σε ηλικία 7 ετών και τελευταίο, τον Δημήτρη Χορν. Νονά του ήταν η διάσημη ηθοποιός Κυβέλη.
Το 1937 εισάγεται στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με το ποίημα του Βάρναλη, «Οι μοιραίοι».
Αποφοιτά το 1940.
Η Έλενα Παπαρίζου (31 Ιανουαρίου 1982) είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια, η οποία μεγάλωσε στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας από Έλληνες γονείς. Tα μουσικά είδη της είναι το σύγχρονο λαϊκό, ποπ και χορευτικό. Έχει αναδειχτεί κυρίως από τη νίκη της στο διαγωνισμό τραγουδιού Eurovision.
Η Καίτη Γκρέυ (πραγματικό όνομα: Αγγελική Καλαϊτζή, 14 Μαΐου 1924) είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια του ελαφρού και λαϊκού τραγουδιού.
Γεννήθηκε στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου. Ήταν τέσσερα αδέρφια. Υιοθετηθηκε απο την οικογενεια Καλαιτζη και μεγαλωσε στον Πειραια. Παντρευτηκε και χωρισε πολυ νεα και παρά τις πολλές κακουχίες τις οποίες βίωσε κατόρθωσε να ορθοποδήσει και να γίνει αρχικά ηθοποιός στα μπουλούκια της Ρίτας Τσάκωνα και αργότερα να τραγουδήσει ελαφρό τραγούδι με τον Γιάννη Βέλλα καθώς και άλλα μεγάλα ονόματα του ελαφρού τραγουδιού. Πρότυπό της υπήρξε ο Τζίμης Μακούλης. Το πρώτο της τραγούδι το ηχογράφησε το 1952 και ήταν η δημιουργία του Γιώργου Μητσάκη "Το μαράζι". Μετά την τεράστια επιτυχία που είχε, κατάφερε να γίνει το πρώτο όνομα στα μεγαλύτερα κέντρα της εποχής αλλά και να γραμμοφωνήσει όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής.
Δικές της ερμηνείες υπήρξαν οι πρώτες εκτελέσεις επιτυχιών συνθετών όπως οι Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Κολοκοτρώνης, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Δερβενιώτης, Μπακάλης,Ζαμπέτας, Τζαβέλλας.
Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού και αν'εδειξε και μεγάλους τραγουδιστές όπως ο Στράτος Διονυσίου.
Τη ζωή της σημάδεψε ο 5χρονος αρραβώνας της με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Αργότερα ο αρραβώνας της με τον ηθοποιό Ανδρέα Μπάρκουλη αποτέλεσε μεγάλο γεγονός της εποχής. Το ίδιο και ο δεσμός της με τον εφοπλιστή Νίκο Λαιμό (1933-), αλλά και με τον ηθοποιό Κώστα Καρρά. Για ένα μεγάλο διάστημα βρέθηκε στα μεγαλύτερα κέντρα της Αμερικής, της Αυστραλίας, του Καναδά και της Γερμανίας γνωρίζοντας τον Έλβις Πρίσλευ, τον Τζίμ Χέντριξ, την Ρίτα Χέιγουορθ, την Μαρία Κάλλας, τον Σταύρο Νιάρχο, τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Στην δεκαετία του ΄60 ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια έχοντας ημερομίσθιο που ξεπερνούσε ακόμα και τις 8.000 δραχμές. Αυτό αναγνωρίστηκε και από τα ελληνικά δικαστήρια σε μια δικαστική μάχη που υπήρχε με ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου της εποχής. Ηχογράφησε περισσότερα από 1.500 τραγούδια, μέχρι και το 1996, οπότε και αποσύρθηκε από την δισκογραφία και τα νυχτερινά κέντρα. Το 1995 ο Κώστας Φέρρης υπογράφει συμβόλαιο με τον ΑΝΤ1 για την μεταφορά της θρυλικής ζωής της στην μικρή οθόνη. Ωστόσο αυτό δεν έμελλε να επιτευχθεί εξολοκλήρου μιας και το κόστος του προυπολογισμού δεν έφτασε και για τα 26 επεισόδια που είχε υπογραφεί η σύμβαση. Τα γυρίσματα έγιναν σε Ελλάδα, Τουρκία και Αίγυπτο ενώ το τραγούδι των τίτλων "Εγώ σε νίκησα ζωή" με ερμηνευτή τον Γιάννη Πάριο δεν βγήκε ποτέ στη δισκογραφία. Το 2006 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της, με τίτλο Έτσι όπως τα έζησα.
Έπαιξε σε 19 ταινίες ως ηθοποιός και τραγουδίστρια.
Την ίδια μέρα μερικά χρόνια νωρίτερα, γεννιέται ο Στέλιος Περπινιάδης (14 Μαΐου 1899 - 4 Σεπτεμβρίου 1977), γνωστός και ως Στελλάκης, ήταν Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής και οργανοπαίκτης ενώ φέρεται και ως συνθέτης, κυρίως του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Γεννήθηκε στην Τήνο, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και το 1923 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου ήρθε σε επαφή με Μικρασιάτες ρεμπέτες. Συνεργάστηκε κατά καιρούς σχεδόν με όλους τους μεγάλους συνθέτες, όπως ο Πάνος Τούντας, ο Γιοβάν Τσαούς, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Κώστας Καρίπης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Στέλιος Χρυσίνης, ο Μπαγιαντέρας, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου ακόμη και ο Μάρκος Βαμβακάρης και αργότερα με τον Γιώργο Μητσάκη, το Μανώλη Χιώτη και άλλους. Θεωρείται το μεγαλύτερο αστέρι του τραγουδιού από το 1930 έως το 1950 ενώ έκανε αρκετά ντουέτα με γνωστές ερμηνεύτριες και ερμηνευτές της εποχής, όπως με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, το Στράτο Παγιουμτζή, τη Μαρίκα Νίνου και τον Δημήτρη Περδικόπουλο αλλά και με τον Γιώργο Κάβουρα. Αξίζει να σημειωθεί για το ήθος των καλλιτεχνών του είδους και της εποχής ότι ο Στελλάκης δε δίσταζε να κάνει δεύτερη φωνή και μάλιστα πολύ διακριτικά σε καλλιτέχνες των οποίων τα ονόματα ήταν μηδαμηνά μπροστά στο δικό του.
Μια μέρα του 1938 βρέθηκε περαστικός από την Odeon την ώρα που ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογραφούσε τη "Νόστιμη Μαυροματού" του. Ο Στελλάκης δεν δίστασε να κάτσει να κάνει δεύτερη φωνή. Το αποτέλεσμα ήταν αριστούργημα σε σχέση με εκείνο που θα έβγαινε από τον Μάρκο σόλο, αλλά ο Στελλάκης δεν πήρε ούτε δραχμή και το όνομά του δε γράφτηκε επάνω στο δίσκο διότι εκείνο τον καιρό ο ίδιος δεσμευόταν με συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με την εταιρία Columbia.
Γιος του ήταν ο επίσης γνωστός λαϊκός τραγουδιστής Βαγγέλης Περπινιάδης.
Αν νομίζετε ότι τελειώσαμε, γελιέστε. Καθ'ιστε αναπαυτικά γιατί θα πάμε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού πριν ξαναγυρίσουμε στην χώρα μας.
O Μπόμπι Ντάριν (Bobby Darin, πραγματικό όνομα: Walden Robert Cassotto, 14 Μαΐου 1936 – 20 Δεκεμβρίου 1973) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός.
Γεννήθηκε με ασθενική καρδιά, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης. Η μητέρα του ήταν ανήλικη όταν έμεινε έγκυος και ποτέ δεν αποκάλυψε το όνομα του πατέρα του. Ο Ντάριν μεγάλωσε με τους γονείς της μητέρας του, πιστεύοντας μέχρι την ηλικία των 32 ετών πως εκείνη ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του.
Τα προβλήματα υγείας δεν τον εμπόδισαν να γίνει ένα από τα ροκ ινδάλματα της γενιάς του, ενώ παράλληλα είχε μια σύντομη, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητη, καριέρα στο Χόλιγουντ.
Ο Ντάριν πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου του 1973 στο Λος Άντζελες, ύστερα από επιπλοκές της υγείας του μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, τη δεύτερη που πραγματοποιούσε μετά το 1971.
Η ζωή του περιγράφεται στην ταινία «Beyond the Sea» του 2004, του Μπάρρι Λέβινσον. Τον ρόλο του Μπόμπι Ντάριν υποδύεται ο Κέβιν Σπέισι.
Και τώρα πάλι στην χώρα μας.
Η Σώτια Τσώτου (Λειβαδιά, 14 Μαΐου 1942 - Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2011 ) ήταν σημαντική Ελληνίδα στιχουργός.
Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας του αγωνιστή του ΕΛΑΣ Γιώργου Κρανιώτη, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μπροστά στο σπίτι του το Σεπτέμβρη του 1943. Το μένος των Γερμανών κατά του Γιώργου Κρανιώτη τους οδήγησε και στην πυρπόληση του σπιτιού του, με αποτέλεσμα να μείνει η οικογένεια του στο δρόμο. H γυναίκα του Ειρήνη, τρομοκρατημένη από τις βιαιότητες των Γερμανών χάθηκε από τους δικούς της, αγνοούμενη μέχρι το 1950, οπότε βρέθηκε να νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο της Βούλας. Η δραματική περιπέτεια της οικογένειας της είχε ως αποτέλεσμα τη φυγή της μικρής Σώτιας.
Οι αδελφές Ιορδανού, συγγενείς της μητέρας της, την έφεραν σε ηλικία δύο ετών στην Αθήνα όπου υιοθετήθηκε από οικογένεια εύπορων μικροαστών, του Χαράλαμπου και Δέσποινας Τσώτου. Φοίτησε στο Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο «Μαρσέλου» και στη συνέχεια στο Α' Γυμνάσιο της Αθήνας (Πλάκα) τα τρία πρώτα χρόνια και κατόπιν στη Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών «Άγιος Ιωσήφ» στην οδό Χαριλάου Τρικούπη.
Από τα 18 της χρόνια εργαζόταν ως δημοσιογράφος, παράλληλα με τις σπουδές της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και τις δραματικές σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Κωστή Μιχαηλίδη. Η Δικτατορία της 21ης Απριλίου τη βρήκε στην εφημερίδα "Ελευθερία", η οποία διέκοψε αυθημερόν την έκδοσή της, θέτοντας τέλος στη δημοσιογραφική της καριέρα. Στη διάρκεια της Χούντας, συνελήφθη και κρατήθηκε πολλές φορές. Στην απομόνωση εμπνεύστηκε τα τραγούδια που θα την έκαναν λίγους μήνες αργότερα γνωστή σαν στιχουργό, το «Βρε δε βαριέσαι, αδελφέ» και το «Να 'τανε το '21».
Η καθοριστική συνεργασία της καριέρας της ήταν με τον Κώστα Χατζή, η οποία έδωσε τραγούδια διαμαρτυρίας κατά την διάρκεια της Δικτατορίας, όπως «Ο Στρατής», «Δε βαριέσαι αδελφέ», «Απ' το αεροπλάνο», «Της γειτονιάς μας ο τρελός», «Ένας Γερμανός και μια Εβραία», «Κάτι τρέχει», «Λεωφορείο ο κόσμος», «Νυχτώνει, δόξα τω Θεώ» κλπ. Κορύφωση της συνεργασίας της με τον Κώστα Χατζή αποτέλεσε ο δίσκος "Ρεσιτάλ", του οποίου οι πωλήσεις ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο δίσκους. Ανάμεσα στα τραγούδια του δίσκου ήταν τα «Σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει», «Σπουδαίοι άνθρωποι, αλλά», «Σ' αγαπώ (όπως η μάνα το παιδί)», «Κι ύστερα», «Δεν είμ' εγώ», «Η αγάπη όλα τα υπομένει» κ.α. Στις επιτυχίες τους από άλλους δίσκους συγκαταλέγονται επίσης τα τραγούδια «Αντίο», «Αν ερχόσουν», «Μη μας περιφρονάς», «Ο κύριος κανείς», «Πάλι ύπνος δε με πιάνει», «Είμαι ένας άνθρωπος απλός» κ.α.
Μια επίσης σημαντική συνεργασία ήταν με το Δώρο Γεωργιάδη, με τον οποίο συμμετείχαν στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης του 1972 και πήραν το πρώτο βραβείο με το τραγούδι «Αν ήμουν πλούσιος» και στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Eurovision του 1979 με το τραγούδι «Σωκράτης» που τραγούδησε η Ελπίδα. Ανάμεσα στις επιτυχίες της με τον Δώρο Γεωργιάδη ήταν επίσης τα τραγούδια «Ταξίδευα παιδί κι εγώ», «Κάποτε πήγα στην Αμέρικα», «Ο Ρωμιός», «Χίλια εννιακόσια τίποτα», «Μη βάζεις μαύρο» (Άννα Βίσση), «Εγώ δεν είμαι δικαστής», «Τι τις θες τις Κυριακές», «Άγιες οι καθημερινές» (Γιώργος Πολυχρονιάδης), «Υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι», «Σ' ευχαριστώ», «Καμιά φορά» (Ελπίδα) κ.α.
Έχει δύο κόρες, τη Δέσποινα, που είναι δημοσιογράφος, και την Ασημένια, που είναι μουσικός και τραγουδίστρια. Πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 2011, από καρκίνο, αφήνοντας πίσω της μεγάλα στιχουργικά έργα.
Το σημερινό εξώφυλλο είναι από το δίσκο «Ουάι!» του Κώστα Χατζή, που περιέχει το ξεχωριστό και αγαπημένο μας τραγούδι «Από το αεροπλάνο» με στίχους της Σώτιας Τσώτου και μουσική Κώστα Χατζή. Το τραγούδι αυτό αποτελεί έναν ύμνο για τη ζωή, ένα «μουσικό ουράνιο τόξο»! Η στιχουργός έγραψε αυτούς τους εξαιρετικούς στίχους, μετά την πολύωρη, άνευ λόγου σύλληψή της στο αεροδρόμιο του Ελληνικού από στρατιωτικούς κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος της 21 Απριλίου του 1967. Όταν βρισκόταν στο αεροπλάνο, ταλαιπωρημένη, απογοητευμένη, αλλά και χαρούμενη που ήταν ελεύθερη, έβλεπε τους στρατιωτικούς που την ταλαιπώρησαν διαφορετικά «...μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι» και με αισιοδοξία έξιωξε τους φόβους της και την άσχημη εμπειρία της, αποτυπώνοντας τα αισθήματά της στους στίχους της. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες πως να μην αναδυθεί ένα διαμάντι. Μοναδικά όμορφοι και δυνατοί στίχοι!
Ο Τζον Χάουαρντ Κάρπεντερ (John Howard Carpenter, 16 Ιανουαρίου1948 - ...) είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός, μοντέρ και συνθέτης. Αν και έχει εργαστεί σε πολλά είδη ταινιών, ξεχωρίζει κυρίως για τις ταινίες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του 1970 και του 1980.
Ο Φρανσίς Λαι (Francis Lai, 26 Απριλίου 1932 - 7 Νοεμβρίου 2018) ήταν Γάλλος ακορντεονίστας και συνθέτης, γνωστός κυρίως από τις συνθέσεις του για κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Φράνσις Λάι γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας. Λίγο μετά τα 20 του εγκαταλείπει την πόλη που γεννήθηκε, μετακομίζει στο Παρίσι όπου και γίνεται μέλος της ιδιαίτερα δραστήριας μουσικής σκηνής της Μονμάρτρης. Το 1965 γνωρίζει τον σκηνοθέτη Κλωντ Λελούς και συνεργάζονται στη συγγραφή της μουσικής για την ταινία του Λελούς Ένας Άντρας Μια Γυναίκα(Un homme et une femme).
“ Δουλεύαμε από την αυγή ως τη δύση του ηλίου 7 μέρες την εβδομάδα. Όσες δούλευαν σε μηχανές τις κουβαλούσαν στην πλάτη τους φθάνοντας και φεύγοντας από τη δουλειά. Ήταν κανονικό εργοστάσιο σκλάβων. Αν συζητούσαν οι πωλήτριες απολύονταν αμέσως. Το σφύριγμα των μηχανών, το ουρλιαχτό του επιστάτη έκαναν τη ζωή ανυπόφορη”