Sie sind hier
Τα μαύρα μάτια σου. Μανώλης Αγγελόπουλος
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος (Καβάλα (ή Δράμα), 8 Απριλίου 1939 - Λονδίνο, 2 Απριλίου 1989) ήταν Έλληνας ρομά τραγουδιστής με καριέρα στο λαϊκό τραγούδι, κυρίως κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Έπεσε θύμα λογοκρισίας των ΜΜΕ λόγω της ιδιαίτερης καταγωγής του. Απεβίωσε στο Λονδίνο λόγω επιπλοκών της καρδιάς του στα 49 του χρόνια.
Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Βαρβάρα στο Αιγάλεω. Ο μικρός Μανώλης τραγούδαγε στο μεγάφωνο του αυτοκινήτου πουλώντας την πραμάτεια, επειδή οι γονείς του ήταν πλανόδιοι πωλητές. Λόγω του χαμού του πατέρα του, σε ηλικία 13 ετών, προσπάθησε να βοηθήσει την οικογένειά του δουλεύοντας σε διάφορα κέντρα διασκέδασης.
Με την προτροπή του εξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου, που έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη και την ενθάρρυνση του λαϊκού συνθέτη Θεόδωρου Δερβενιώτη, αποφάσισε στα 17 του να ασχοληθεί επαγγελματικά με του τραγούδι.
Κατά τη δεκαετία του '60 έγινε ευρύτερα γνωστός καθώς τραγουδούσε τραγούδια για τον προσφυγικό ελληνισμό και τα εξωτικά μέρη. Η μουσική του έχει επιδράσεις από την ελληνική λαϊκή και την αραβική μουσική, ενώ ήταν κυρίως εκφραστής των τσιφτετέλι.
Συνεργάστηκε με πολλούς σημαντικούς δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιώργος Μητσάκης και άλλους και κυκλοφόρησε πολλούς δίσκους που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες επιτυχίες του είναι τα τραγούδια «Τα μαύρα μάτια σου», «Όσο αξίζεις εσύ», «Καλή τύχη», «Η διπρόσωπη», «Πήρε φωτιά η Καλαμαριά» ,«Τα φιλιά σου είναι φωτιά», «Φοβάμαι να γελάσω», «Δεν υπάρχει για μας χωρισμός», «Τη βαρέθηκε η ψυχή μου», «Μολυβιά», «Ριχ΄ τε στο γυαλί φαρμάκι», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Μαγκάλα», «Με τι καρδιά».
Αλλαγή πλεύσης τώρα.
Λίγα χρόνια νωρίτερα την ίδια μέρα, στο Βέλγιο, γεννιέται ο Jacques Brel.
Ο Ζακ Ρομέν Ζωρζ Μπρελ (Jacques Romain Georges Brel, 8 Απριλίου 1929 - 9 Οκτωβρίου 1978) ήταν Βέλγος τραγουδιστής και τραγουδοποιός. Ανήκει στους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού σανσόν.
Από τα εφηβικά του χρόνια άρχισε να γράφει ιστορίες και ποιήματα, αδιαφορώντας για τα μαθήματά του. Το 1952 έκανε την εμφάνισή του στη δισκογραφία με ένα δισκάκι που περιείχε τα τραγούδια «II y a» και «La Foire». Αν και δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, εν τούτοις προσέλκυσε το ενδιαφέρον της γαλλικής μουσικής βιομηχανίας και μετακόμισε στο Παρίσι.
Από το 1957 απέκτησε διεθνή φήμη. Στη δεκαετία του '50 υιοθέτησε ένα λυρικό ύφος, συνδυάζοντας το θρησκευτικό και ηθικό ζήλο με το νεανικό ρομαντισμό, ωθώντας τον Ζωρζ Μπρασένς να του αποδώσει το παρωνύμιο «Ηγούμενος» (γαλ. Abbé Brel). Το 1963 εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ και αργότερα περιόδευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Σοβιετική Ένωση. Στη δεκαετία του '70 πρωταγωνίστησε, υποδυόμενος τον Δον Κιχώτη, στο μιούζικαλ Homme de la Mancha (Ο άνδρας από τη Μάντσα), και συμμετείχε ως ηθοποιός ή παραγωγός σε αρκετές ακόμα ταινίες, μέχρι το 1973. Το 1971 σκηνοθέτησε την ταινία Franz. Για ένα μεγάλο διάστημα αποσύρθηκε στις Νήσους Μαρκέζας, στη Γαλλική Πολυνησία, και επέστρεψε στη μουσική το 1977, με το δίσκο Les Marquises, σημειώνοντας εκ νέου μεγάλη επιτυχία.
Οι στίχοι του διέπονται συχνά από σατιρικό και δραματικό ύφος, ασκώντας κριτική σε κοινωνικές και ηθικές αξίες, όπως ενδεικτικά αυτή αποτυπώνεται στα τραγούδια Les Bourgeois και Les Flamandes. Ερμηνευτής με μεγάλη εκφραστικότητα, ο Μπρελ ενσωμάτωσε θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Η μουσική του είχε επίδραση σε αρκετούς δημιουργούς, όπως στον Λέοναρντ Κοέν, στον Ντέιβιντ Μπόουι και κυρίως στον Σκοτ Γουόκερ, ο οποίος ερμήνευσε αρκετές συνθέσεις του Μπρελ. Ορισμένα τραγούδια του μεταφράστηκαν στην αγγλική γλώσσα και έγιναν διεθνείς επιτυχίες, όπως το Le moribοnd [Ο ετοιμοθάνατος] (1961), μεταφρασμένο ως Seasons in the Sun και το Ne me quitte pas [Μη με αφήνεις] με τον αγγλικό τίτλο If You Go Away.
Απεβίωσε στο Παρίσι από καρκίνο το 1978.
Στις 15 Νοεμβρίου 2020 η google τίμησε τον Ζακ Μπρελ με doodle. O λόγος ήταν ότι στις 15/11/1966, ο Βέλγος τραγουδοποιός έδωσε την τελευταία του συναυλία στην πατρίδα του, στο Palais des Beaux-Arts. Μέσα στο έτος, ακολούθησαν δυο ακόμη “αποχαιρετιστήριες” συναυλίες, η μία στο Royal Albert Hall στο Λονδίνο και η δεύτερη στο Carnegie Hall, στην New York.