You are here
Dances with Wolves - John Barry
Ο John Barry Prendergast, 3 Νοεμβρίου 1933, – 30 Ιανουαρίου 2011 ήταν Άγγλος συνθέτης ιρλανδικής καταγωγής, διάσημος για την ορχηστρική μουσική επένδυση κινηματογραφικών ταινιών. Βραβεύτηκε 5 φορές με το Όσκαρ καλύτερης πρωτότυπης μουσικής για τις ταινίες Γεννημένη ελεύθερη (1966, 2 Όσκαρ, επένδυσης και τραγουδιού), Το λιοντάρι του χειμώνα (1968), Πέρα από την Αφρική (1985), και Χορεύοντας με τους λύκους (1990), και πέρα από τις βραβεύσεις αυτά είχε πλήθος άλλων διακρίσεων σε Γκράμι, Έμμυ, Χρυσές Σφαίρες, και BAFTA. Η μουσική του διακρινόταν για το ξεχωριστό της ύφος το οποίο είχε επιρροές από τους Ρώσους ρομαντικούς συνθέτες, και συχνά δημιουργούσε παραλλαγές των μουσικών θεμάτων του ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων στις σκηνές των ταινιών την μουσική των οποίων συνέθετε.Υπήρξε επίσης γνωστός ως ο δημιουργός της μουσικής για 11 ταινίες της σειράς Τζέιμς Μποντ, και της χαρακτηριστικής μουσικής ακολουθίας του Μποντ.
Η σταδιοδρομία του διήρκεσε πάνω από 50 έτη, και το 1999 του απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος (OBE, Αξιωματικός του Τάγματος Βρετανικής Αυτοκρατορίας) από την βασίλισσα Ελισάβετ Β´ για τις υπηρεσίες του στην μουσική. Έμενε στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1975 και έζησε εκεί για το υπόλοιπο της ζωής του, έως τον θάνατο του το 2011.
Σαν σήμερα όμως και έναν αιώνα νωρίτερα, γεννήθηκε ο συνθέτης της Νόρμα, ο Βιντσέντζο Μπελλίνι.
Ο Βιντσέντζο Μπελλίνι ή Βικέντιος Μπελλίνι (Vincenzo Bellini, 3 Νοεμβρίου 1801 - 23 Σεπτεμβρίου 1835,) ήταν Ιταλός συνθέτης, από τους πιο σημαντικούς συνθέτες όπερας του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Μπελλίνι, κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, συνέθεσε συνολικά δέκα όπερες, από τις οποίες οι πιο διάσημες είναι η Υπνοβάτις, η Νόρμα και Οι Πουριτανοί. Μαζί με τον Τζοακίνο Ροσσίνι και τον Γκαετάνο Ντονιτσέτι θεωρείται από τους πιο σπουδαίους συνθέτες της ιταλικής εποχής του μπελ κάντο, των αρχών του 19ου αιώνα.
Καταγόμενος από μουσική οικογένεια, απέκτησε μουσική παιδεία από μικρή ηλικία, καθώς μάθαινε πιάνο ήδη από την ηλικία των τριών και συνόδευε τον πατέρα του στην εκκλησία, για να τον παρακολουθεί να παίζει το αρμόνιο τις Κυριακές. Στην ηλικία των έξι ετών μάθαινε σύνθεση δίπλα στον πατέρα του, ενώ οι πρώτες του ολοκληρωμένες συνθέσεις χρονολογούνται στην ηλικία των έντεκα ετών. Λόγω του ότι στην Κατάνια δεν υπήρχαν αξιόλογα μουσικά σχολεία, οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στη Νάπολη, ώστε να μορφωθεί μουσικά. Εκεί, μαθήτευσε κοντά στον Nicolò Zingarelli στο ωδείο Σαν Σεμπαστιάνο, όπου από πολύ νωρίς εξελίχθηκε σε δάσκαλο κι έπειτα σε πρώτο μαέστρο το 1924. Κατά τη διαμονή του εκεί, συνέθεσε την πρώτη του όπερα «Άντελσον και Σαλβίνι» και κάποια έργα εκκλησιαστικής μουσικής.
Τον επόμενο χρόνο, μετά από παραγγελία του θεάτρου Σαν Κάρλο της Νάπολι συνέθεσε το μονόπρακτο «Μπιάνκα και Φερνάντο». Μετά την επιτυχία αυτού, κλήθηκε από το περίφημο μουσικό θέατρο της Ιταλίας, τη Σκάλα του Μιλάνου, όπου και σύνθεσε τον «Πειρατή», που τον έκανε γνωστό διεθνώς.
Ο Μπελίνι είχε την τύχη να έχει ως λιμπρετίστα τον καλύτερο Ιταλό θεατρικό ποιητή της εποχής, Φελίτσε Ρομάνι, με τον οποίο συνεργάστηκε στις επόμενες έξι όπερές του. Τη μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσαν το “I Capuleti e i Montecchi” (1830), βασισμένο στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, “La sonnambula” (1831) και “Norma” (1831). Το “La sonnambula” είναι μια όπερα semiseria (σοβαρή αλλά με αίσιο τέλος), ενώ το αριστούργημά του, η Νόρμα, είναι μια τραγωδία που διαδραματίζεται στην αρχαία Γαλατία. Ο Μπελίνι έζησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο Λονδίνο το 1833 και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι. Εκεί, η επιρροή του συνθέτη Gioachino Rossini του εξασφάλισε την ευκαιρία να γράψει μια όπερα για το Théâtre-Italien. Το αποτέλεσμα ήταν το “I puritani” (1835), η τελευταία από τις εννέα όπερες του Μπελίνι.
Την ίδια χρονιά λέγεται ότι αρρώστησε βαριά από ελονοσία και πέθανε στο Πιτό της Γαλλίας σε ηλικία 34 ετών. Ο θάνατός του παραμένει μέχρι και σήμερα ένα μυστήριο, καθώς ουκ ολίγες είναι οι θεωρίες πως δολοφονήθηκε. Φήμες της εποχής οργίαζαν για τις ερωτικές σχέσεις του ελκυστικού συνθέτη. Λέγεται, μάλιστα, πως διατηρούσε σχέση με μία πλούσια παντρεμένη Μιλανέζα. Πολύ πιθανό η στάση του αυτή αλλά και η επιρροή που ασκούσε στις γυναίκες να προκάλεσε τη ζήλεια, το φθόνο και κατ’ επέκταση το θάνατό του. Πολλοί εικάζουν πως δηλητηριάστηκε και κάπως έτσι άδοξα, σε τόσο μικρή ηλικία, τελείωσε η ζωή του. Στη γενέτειρά του υπάρχει μαρμάρινος ανδριάντας προς τιμή του, περιβαλλόμενος στη βάση με τέσσερις ανδριαντοποιήσεις των σπουδαίων έργων του, του «Πειρατή», της «Ξένης», της «Υπνοβάτιδος» και της «Νόρμα».
Ο Μπελίνι συνδέθηκε στενά με το στυλ μπελ κάντο των μεγάλων τραγουδιστών της εποχής του. Δεν ήταν μεταρρυθμιστής. Τα ιδανικά του ήταν εκείνα του Χάυντν και του Μότσαρτ και μεριμνούσε για τη σαφήνεια, την κομψότητα της φόρμας και της μελωδίας και το σωστό πάντρεμα λέξεων και μουσικής. Οι ικανότητες και το ταλέντο του κέρδισαν τον θαυμασμό άλλων συνθετών, συμπεριλαμβανομένων των Μπερλιόζ, Σοπέν, ακόμη και του Βάγκνερ. Παρόλο που δεν έκανε σημαντικές αλλαγές στην εξωτερική δομή της ιταλικής όπερας, κατάφερε με τις μελωδίες του να γραφτεί κατά τρόπο ανεξίτηλο στην ιστορία της μουσικής.